Το τελευταίο δεκαήμερο διάφοροι σημαντικοί πέθαναν. Ο δικτάτορας Μανουέλ Νοριέγκα, ο Ντένις Τζόνσον, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Γκρεγκ Όλμαν, η ηγεμονία των ΗΠΑ στα διεθνή πράγματα. Ένας άλλος που πέθανε ήταν ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, μεγάλη φυσιογνωμία της αμερικανικής πολιτικής σκηνής, και γι' αυτόν θέλω να σας γράψω σήμερα. Συγκεκριμένα, για την ιστορία του "τηλεφωνήματος στις 3 το πρωί" που ξαναδιάβασα με αφορμή το θάνατό του.
Ένα βράδυ το 1979, το λοιπόν, τον ξύπνησαν στο τηλέφωνο για να του πουν ότι η Σοβιετική Ένωση είχε εκτοξεύσει 250 πυρηνικούς πυραύλους εναντίον των ΗΠΑ. Ήταν σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Προέδρου Κάρτερ τότε, οπότε ήταν ο αρμόδιος για να ενημερώσει τον προϊστάμενό του στο ενδεχόμενο επίθεσης. Ο Μπρεζίνσκι ζήτησε από τον άνθρωπο που του τηλεφώνησε να επιβεβαιώσει ότι τα αμερικανικά βομβαρδιστικά βρίσκονταν ήδη στον αέρα, ώστε να μπορεί ο Πρόεδρος να διατάξει την αντεπίθεση. Όταν τον πήραν για να του το επιβεβαιώσουν, του είπαν ότι οι πύραυλοι που έχουν εκτοξεύσει οι Σοβιετικοί τελικά δεν είναι 250, αλλά 2.200. Ο Μπρεζίνσκι ήξερε ότι ο Πρόεδρος είχε 3-7 λεπτά περιθώριο για να δώσει τη διαταγή. Αλλά δεν τον πήρε αμέσως. Κανείς δεν ξέρει γιατί. Μέσα στο σκοτάδι, στις 3 η ώρα τη νύχτα, λίγο πριν το τέλος του κόσμου, καθόταν μόνος του και κοίταγε το τίποτε. Ένα λεπτό αργότερα τον ξαναπήραν τηλέφωνο και του είπαν ότι είχε γίνει λάθος. Μια δυσλειτουργία των συστημάτων. Δεν υπήρχε επίθεση. Ο κόσμος δεν θα τελείωνε.
Και τώρα θα σας πω και αυτό που μου έκανε εντύπωση σ' αυτή την ιστορία.
Ο Μπρεζίνσκι είχε μια γυναίκα. Τη λένε Έμιλι, και ήταν γλύπτρια. Εκείνο το βράδυ κοιμόταν δίπλα, όταν αυτός σηκώθηκε για να μιλήσει σ' αυτά τα πολύ σημαντικά τηλεφωνήματα. Αυτό που μου έκανε τρομερή εντύπωση ήταν το εξής:
Δεν την ξύπνησε.
Όπως γνώριζε πολύ καλά ο Μπρεζίνσκι, από την προετοιμασία που είχε για τέτοιες περιπτώσεις, ο ίδιος, η γυναίκα του και τα παιδιά τους (είχαν τρία) εντός μισής ώρας θα ήταν όλοι νεκροί. Ο κόσμος τους τελείωνε, και το τέλος ήταν εντελώς αναπόφευκτο. Δεν την ξύπνησε.
Γιατί δεν την ξύπνησε; Για να μην ανησυχήσει; Για να μη νιώσει τη στενοχώρια; Μα δεν ήθελε να μιλήσει μια τελευταία φορά στη γυναίκα του; Να την πάρει και, αφού έδινε την πληροφορία στον Πρόεδρο, να πάνε να βρούνε τα παιδιά τους;
Τι να σκεφτόταν άραγε, μόνος, στο σκοτάδι και την ησυχία, εκείνο το ατελείωτο λεπτό, πριν χτυπήσει το τηλέφωνο και επιστρέψει το νόημα στον κόσμο;
|
|