Ένα από τα πράγματα που σκέφτομαι δυσανάλογα πολύ είναι το μέλλον. Το τι θα γίνει αύριο. Όχι αύριο Σάββατο. "Αύριο". Σε πέντε χρόνια ρε παιδί μου. Σε είκοσι. Σε πενήντα. Πάντα με ενδιέφερε αυτό το πράγμα, και πάντα με ενδιέφερε περισσότερο από ό,τι ενδιαφέρει τους άλλους ανθρώπους. "Τα περιοδικά τελείωσαν", έλεγα το 2006, και γέλαγαν, και με κορόιδευαν για την εμμονή μου με το ίντερνετ (μολονότι τους εξηγούσα ότι δεν θα προλάβουν να τελειώσουν από το ίντερνετ, τελειώνουν ήδη από τις κυριακάτικες εφημερίδες και την ιδιωτική τηλεόραση, αλλά δεν είχε σημασία) και δεν ήθελαν να ακούσουν αυτά που λέω γιατί τι σημασία έχει τι θα γίνει σε δέκα χρόνια; Τώρα τι κάνουμε.
Έτσι σκέφτεται ο περισσότερος κόσμος.
Αλλά εγώ δεν το μπορώ το σήμερα, σχεδόν πάντα το βρίσκω ασφυκτικό. Εδώ δεν το άντεχα πριν από την εποχή των Τραμπ, φανταστείτε τώρα. Οπότε δραπετεύω πολύ συχνά στο μέλλον. Όχι μόνο με τη χρονομηχανή. Και με τη σκέψη.
Να, ας πούμε, πρόσφατα έριξα μια ματιά γύρω στο σπίτι και τα γκάτζετ που έχω και προσπάθησα να φανταστώ πώς θα είναι το σπίτι του μέλλοντος, με αφορμή αυτά που βλέπουμε να συμβαίνουν ήδη. Δεν ξέρω αν τα πέτυχα (δεν διακινδύνευσα και τίποτε το εξωφρενικό, εδώ που τα λέμε). Πείτε και σεις.
Σήμερα στην Καθημερινή: Το ίντερνετ, που με κορόιδευαν, νίκησε τελικά. Αλλά αυτό δεν είχε μόνο καλές συνέπειες. Είχε και πάρα πολύ αρνητικές.
|